ορσιβάκχας

ορσιβάκχας
ὀρσιβάκχας (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που εμπνέει, που οιστρηλατεί, που προκαλεί ενθουσιασμό στις Βάκχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + Βάκχες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”